- όσχεο
- το (Α ὄσχεον)ανατ. σακοειδής θύλακος που περιέχει τους όρχεις με τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς τόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όσχεο — το ο θύλακος που περιβάλλει τους όρχεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιρσοκήλη — Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17 30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν … Dictionary of Greek
οσχεϊκός — ή, ό [όσχεο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όσχεο 2. φρ. «οσχεϊκός σύνδεσμος» ανατ. μικρός ινώδης σύνδεσμος με τον οποίο στερεώνεται ο όρχις στους χιτώνες του … Dictionary of Greek
όρχεις — (Ανατ.). Αρσενικοί γεννητικοί αδένες, που παράγουν τα σπερματοζωάρια και το μεγαλύτερο μέρος της αντρικής γεννητικής ορμόνης. Είναι δύο, έχουν σχήμα ωοειδές και βρίσκονται μέσα σε δερμάτινους χιτώνες. Το πάνω άκρο τους, που καλύπτεται από την… … Dictionary of Greek
ελυτροειδής — ές (AM ἐλυτροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με έλυτρο νεοελλ. φρ. 1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο 2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο) … Dictionary of Greek
εντεροκήλη — η (AM ἐντεροκήλη) κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος τού εντέρου μέσα στο όσχεο … Dictionary of Greek
επιδιδυμίτιδα — Φλεγμονή της επιδιδυμίδας που οφείλεται σε γενικές (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ.ά.) ή ειδικές λοιμώξεις (φυματίωση, σύφιλη, βλεννόρροια, βρουκέλωση). Στις περιπτώσεις της οξείας ε. τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι πόνοι στο όσχεο, που συχνά… … Dictionary of Greek
θυλάκη — θυλάκη, ἡ (Μ) [θύλακος] το όσχεο, ο θύλακος τών όρχεων … Dictionary of Greek
κρυπτορχιδία — Ανωμαλία στη διάπλαση, που συνίσταται στη κατακράτηση του ενός ή και των δύο όρχεων μέσα στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο. Αναφέρεται και ως κρυψορχία. Οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές (ιδιαίτερα η αμφοτερόπλευρη κ.), ανατομικά… … Dictionary of Greek
κρυψόρχης — και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης) άτομο τού οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α αόρ. τού κρύπτω) + όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α όρχης, τρι όρχης] … Dictionary of Greek